- τζεν
- Ν(φιλοσ.) α) (στην πριν από τον Κομφούκιο κινεζ. φιλοσ. σκέψη) η αρετή που έπρεπε να διακρίνει τον ηγεμόναβ) (στην κομφουκιστική σκέψη) η απόλυτη ανθρώπινη αρετή η οποία εμπεριέχει όλες τις άλλες, η αντίστοιχη έννοια τής ανθρωπιάς, αλλ. γεν.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jen < κινεζ. jen2].
Dictionary of Greek. 2013.